- δυνατός
- δυνατόςstrongmasc nom sgδυνατόςstrongmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δυνατός — ή, ό (AM δυνατός, ή, όν Μ και δυνατός, όν) [δύναμη] 1. αυτός που έχει δύναμη, ισχυρός 2. ανθεκτικός, στερεός («δυνατό προτείχισμα, κάστρο κ.λπ.») 3. ικανός, με αξιόλογες δυνατότητες («δυνατός γιατρός») 4. αυτός που μπορεί ή ενδέχεται να γίνει,… … Dictionary of Greek
δυνατός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει δύναμη, ισχυρός, ρωμαλέος: Είναι δυνατός άντρας. 2. στερεός, ανθεκτικός, γερός: Έχει δυνατό οργανισμό. 3. αυτός που μπορεί να πραγματοποιηθεί: Δεν είναι δυνατός ένας συμβιβασμός ανάμεσά τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δυνατώτερον — δυνατός strong adverbial comp δυνατός strong masc acc comp sg δυνατός strong neut nom/voc/acc comp sg δυνατός strong masc acc comp sg δυνατός strong neut nom/voc/acc comp sg δυνατός strong adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυνατωτάτων — δυνατός strong fem gen superl pl δυνατός strong masc/neut gen superl pl δυνατός strong fem gen superl pl δυνατός strong masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυνατωτέραις — δυνατός strong fem dat comp pl δυνατωτέρᾱͅς , δυνατός strong fem dat comp pl (attic) δυνατός strong fem dat comp pl δυνατωτέρᾱͅς , δυνατός strong fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυνατωτέρων — δυνατός strong fem gen comp pl δυνατός strong masc/neut gen comp pl δυνατός strong fem gen comp pl δυνατός strong masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυνατά — δυνατός strong neut nom/voc/acc pl δυνατά̱ , δυνατός strong fem nom/voc/acc dual δυνατά̱ , δυνατός strong fem nom/voc sg (doric aeolic) δυνατός strong neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυνατόν — δυνατός strong masc acc sg δυνατός strong neut nom/voc/acc sg δυνατός strong masc/fem acc sg δυνατός strong neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυνατώτατα — δυνατός strong adverbial superl δυνατός strong neut nom/voc/acc superl pl δυνατός strong adverbial superl δυνατός strong neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυνατώτατον — δυνατός strong masc acc superl sg δυνατός strong neut nom/voc/acc superl sg δυνατός strong masc acc superl sg δυνατός strong neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)